- περίκουρος
- περίκουροςshorn all roundmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περίκουρος — ον, Α [περικείρω] 1. (για προσωπείο δούλας στην κωμωδία) κουρεμένος ολόγυρα 2. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που κυκλώθηκε και αιχμαλωτίστηκε από κάποιον … Dictionary of Greek
περίκουροι — περίκουρος shorn all round masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρά — I (Kura). Ποταμός (1.530 χλμ.) της νοτιοδυτικής Ασίας, που διαρρέει την Τουρκία, τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν. Πηγάζει από τα όρη Κισιριντάγι στη βορειοανατολική Τουρκία, και εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα, νότια του Μπακού. Έχει έκταση λεκάνης… … Dictionary of Greek
περικουρείον — τὸ, Α [περίκουρος] (σχετικά με τα μαλλιά) κούρεμα από όλες τις πλευρές … Dictionary of Greek